- ῥαχάδην
- ῥᾰχάδην· ἐπὶ τῆς ῥάχεως, Hsch. [full] ῥᾰχάς, άδος, ἡ,A wooded ridge, Id., Phot., but [full] ῥάχας, ὁ, gen. τοῦ ῥάχα, IG14.352 ii 25,66 ([place name] Halaesa).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ραχάδην — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπὶ τῆς ῥάχεως». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] … Dictionary of Greek